εύογκος

εύογκος
εὔογκος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο ογκώδης
2. φρ. «εὔογκος φωνή» — ηχηρή (σε αντιδιαστολή με την ψιλή) φωνή
3. μτφ. βαρύς, σπουδαίος
4. αυτός που έχει σχετικώς μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῡτον γὰρ ἀποτελεῑ τὸ θερμόν, εὐογκότερον καὶ παχύτερον καὶ ξηρότερον», Αριστοτ.)
5. (για τροφή) αυτός που προκαλεί φούσκωμα, διόγκωση τής κοιλιάς
6. φορητός, ευκολομετακόμιστος, αυτός που μεταφέρεται εύκολα λόγω τού μέτριου όγκου του («τὰ εὔογκα τῶν ἀναθημάτων», Πλούτ.)
7. φρ. «εὔογκον στρατόπεδον» — ευμετακίνητο και ευκολοκυβέρνητο στρατόπεδο λόγω τού μικρού όγκου του
8. (μτφ. για λόγο ή ύφος) ο μετρημένος στην έκφραση ή στην έκταση, ο σύμμετρος προς το περιεχόμενο («τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ λιτὸν ὕφος», Πλούτ.).
επίρρ...
εὐόγκως (Α)
φρ. «εὐόγκως διάγω» — διατηρώ κανονική ευσαρκία, έχω κανονικό όγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όγκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὔογκος — of good size masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐογκότερον — εὔογκος of good size adverbial comp εὔογκος of good size masc acc comp sg εὔογκος of good size neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐόγκως — εὔογκος of good size adverbial εὔογκος of good size masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔογκον — εὔογκος of good size masc/fem acc sg εὔογκος of good size neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐογκοτάτη — εὔογκος of good size fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐογκότερα — εὔογκος of good size neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐογκότεραι — εὔογκος of good size fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐογκότεροι — εὔογκος of good size masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐογκότερος — εὔογκος of good size masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐόγκων — εὔογκος of good size masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”